κουλάχι
(ουσ. ουδ.)
κ͑ουλάχ'
[kʰuˈlax]
Ανακ., Σινασσ., Φλογ.
κουλέχ'
[kuˈlex]
Σινασσ.
κ͑ουλάφι
[kʰuˈlafi]
Φάρασ.
κ͑ουλάφ’
[kʰuˈlaf ]
Από το νεότ. ουσ. κιουλάφι (Mackridge 2021: 78, βλ. και Λεξ. Βυζ. Δημητρ., λ. κιουλάφι), το οπ. από το τουρκ. ουσ. külah, όπου και διαλεκτ. τύπ. külaf = α) παλαιότ., κωνοειδές ανδρικό καπέλο β) κώνος γ) κάλυμμα δ) εξαπάτηση.
1. Τύπος κωνικού καπέλου ή σκούφου
ό.π.τ.
:
Μπαίρ' εgεί ντο κουλάχ' και ντο φορών' σο κιφάλι τ' και μπαίν' κοριτσ̑ιού το σπίτ'
(Παίρνει εκείνο το καπέλο και το φόρεσε στο κεφάλι του και μπαίνει στου κοριτσιού το σπίτι)
Φλογ.
-Dawk.
2. Kωνικό κάλυμμα λάμπας, αμπαζούρ
Σινασσ.
:
Το κουλέχ' του λάμbας έν' ένα μούκα στραβό
(Το κάλυμμα της λάμπας είναι λιγάκι στραβό)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.