ντιβλέκι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
ντιβλέκια
[diˈvleca]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. düğelek = είδος μικρού πεπονιού, όπου και τύπ. divlek (Eren 1999: λ. divlek, Tietze 2016: λ. düğelek).