πολυσταύρι
(ουσ. θηλ.)
Πληθ.
πολυσταύιργια
[poliˈstavirʝa]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. πολυσταύριον = άμφιο με πολλούς σταυρούς.
Μαντήλα που δένεται σταυρωτά στο στήθος του γαμπρού