ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουλούμι (ουσ. ουδ.) τουρούμι [tuˈrumi] Αφσάρ. τουλούμ' [tu'lum] Αραβαν., Μαλακ. Πληθ. τουλούμια [tu'lumɲa] Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ. Από το νεότ. ουσ. τουλούμιον, το οπ. από το τουρκ. ουσ. tulum = ασκός από ολόκληρο δέρμα κατσίκας ή προβάτου. Ο τύπ. τουρούμι με τροπή [l] > [r].
1. Ασκί ή σακί Αφσάρ., Μαλακ., Σίλατ. : Φά τα wάσ̑α, το τουρούμι μου ντα ποζντιές (φάε την πίτα, μην αδειάσεις το σακί) Αφσάρ. -Dawk. Κιρεύω σεράνdα τουλούμια νερό και σεράνdα τουλούμια κιριάς (εύχομαι σαράντα σάκους με νερό και σαράντα σάκους κρέας) Σίλατ. -Dawk. Ετό το παιδί κούνσεν ντα τουλούμια απάνω σο αετό (αυτό το παιδί έρριξε τους σάκους πάνω στον αετό) Σίλατ. -Dawk. Τάλλταχυ να μείτε όλοι σας στα τουλούμια μέσα (Μεθαύριο να μπείτε όλοι σας μέσα στα ασκιά) Σινασσ. -Αρχέλ. || Φρ. Κατεβάζ’ βρεχὀς με τα τουλούμια (Κατεβάζει βροχή με τα τουλούμια, τους ασκούς˙ Βρέχει καταρρακτωδώς) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Τομάρι Αραβαν. : || Παροιμ. Το καλό το τσ̑υρί έμbασαν ντο σ̑κυλιού το τουλούμ' (το καλό το τυρί το έβαλαν στου σκύλου το τομάρι˙ ειρωνικά γι' αυτούς που θέλουν να λέγονται καλοί, ενώ δεν είναι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. τομάρι