τουλούμι
(ουσ. ουδ.)
τουρούμι
[tuˈrumi]
Αφσάρ.
τουλούμ'
[tu'lum]
Αραβαν., Μαλακ.
Πληθ.
τουλούμια
[tu'lumɲa]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. τουλούμιον, το οπ. από το τουρκ. ουσ. tulum = ασκός από ολόκληρο δέρμα κατσίκας ή προβάτου. Ο τύπ. τουρούμι με τροπή [l] > [r].
1. Ασκί ή σακί
Αφσάρ., Μαλακ., Σίλατ.
:
Φά τα wάσ̑α, το τουρούμι μου ντα ποζντιές
(φάε την πίτα, μην αδειάσεις το σακί)
Αφσάρ.
-Dawk.
Κιρεύω σεράνdα τουλούμια νερό και σεράνdα τουλούμια κιριάς
(εύχομαι σαράντα σάκους με νερό και σαράντα σάκους κρέας)
Σίλατ.
-Dawk.
Ετό το παιδί κούνσεν ντα τουλούμια απάνω σο αετό
(αυτό το παιδί έρριξε τους σάκους πάνω στον αετό)
Σίλατ.
-Dawk.
Τάλλταχυ να μείτε όλοι σας στα τουλούμια μέσα
(Μεθαύριο να μπείτε όλοι σας μέσα στα ασκιά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Φρ.
Κατεβάζ’ βρεχὀς με τα τουλούμια
(Κατεβάζει βροχή με τα τουλούμια, τους ασκούς˙ Βρέχει καταρρακτωδώς)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
2. Τομάρι
Αραβαν.
:
|| Παροιμ.
Το καλό το τσ̑υρί έμbασαν ντο σ̑κυλιού το τουλούμ'
(το καλό το τυρί το έβαλαν στου σκύλου το τομάρι˙ ειρωνικά γι' αυτούς που θέλουν να λέγονται καλοί, ενώ δεν είναι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
τομάρι