χορτλάχος
(ουσ. αρσ.)
χορτλάχ
[xorˈtlax]
Αραβαν., Μισθ., Τροχ.
χορτλάχους
[xorˈtlaxus]
Φάρασ.
χουρτλάχους
[xurˈtlaxus]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. hortlak = φάντασμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. hortlah.
1. Βρικόλακας, φάντασμα
ό.π.τ.
:
Τα χορτλάχ σηκούνται
(Οι βρικόλακες σηκώνονται από τον τάφο)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
|| Φρ.
Να σε πάρ’ χουρτλάχους
(να σε πάρει ο βρικόλακας˙ ως απειλή σε άτακτο παιδί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
βορκόλακας, οπμάσκαλος
2. Μτφ., πολύ γέρος
Μισθ.