ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χορτλάχος (ουσ. αρσ.) χορτλάχ [xorˈtlax] Αραβαν., Μισθ., Τροχ. χορτλάχους [xorˈtlaxus] Φάρασ. χουρτλάχους [xurˈtlaxus] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. hortlak = φάντασμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. hortlah.
1. Βρικόλακας, φάντασμα ό.π.τ. : Τα χορτλάχ σηκούνται (Οι βρικόλακες σηκώνονται από τον τάφο) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Να σε πάρ’ χουρτλάχους (να σε πάρει ο βρικόλακας˙ ως απειλή σε άτακτο παιδί) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. βορκόλακας, οπμάσκαλος
2. Μτφ., πολύ γέρος Μισθ.