ζεσταίνω
(ρ.)
Υποτ.
ζεστάνω
[zeˈstano]
Ποτάμ., Σεμέντρ.
ζιστάνου
[ziˈstanu]
Σίλ.
Παρατατ.
ζέσταινα
[ˈzestena]
Ανακ.
Παθ. Παρατατ.
ζεσταινούμουν
[zesteˈnumun]
Φάρασ.
Μεσν. ρ. ζεσταίνω, το οπ. από το επίθ. ζεστός και το παραγωγ. επίθμ. -αίνω.
1. Θερμαίνω κάτι
ό.π.τ.
:
Μαζεύομαστανε γύρω απ' το τανdούρ' α ζεστάνουμ' τα πράγια μας
(Μαζευόμασταν γύρω από το ταντούρι να ζεστάνουμε τα ποδάρια μας)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
Σε ζιστάνου νιαρό
(Θα ζεστάνω νερό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
ζένω
2. Αμτβ., γίνομαι ζεστός
Ανακ.
:
Ασ’ σου Μαρτιού τα εννιά πάλι εννιά μέτραναμ’ και καιρός ζέσταινεν
(Από του Μάρτη τις εννιά, μετρούσαμε πάλι εννιά (ενν. ημέρες) και ο καιρός ζέσταινε )
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
θερμαίνω, ζένω