ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζεσταίνω (ρ.) Υποτ. ζεστάνω [zeˈstano] Ποτάμ., Σεμέντρ. ζιστάνου [ziˈstanu] Σίλ. Παρατατ. ζέσταινα [ˈzestena] Ανακ. Παθ. Παρατατ. ζεσταινούμουν [zesteˈnumun] Φάρασ. Μεσν. ρ. ζεσταίνω, το οπ. από το επίθ. ζεστός και το παραγωγ. επίθμ. -αίνω.
1. Θερμαίνω κάτι ό.π.τ. : Μαζεύομαστανε γύρω απ' το τανdούρ' α ζεστάνουμ' τα πράγια μας (Μαζευόμασταν γύρω από το ταντούρι να ζεστάνουμε τα ποδάρια μας) Σεμέντρ. -Στεφαν. Σε ζιστάνου νιαρό (Θα ζεστάνω νερό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. ζένω
2. Αμτβ., γίνομαι ζεστός Ανακ. : Ασ’ σου Μαρτιού τα εννιά πάλι εννιά μέτραναμ’ και καιρός ζέσταινεν (Από του Μάρτη τις εννιά, μετρούσαμε πάλι εννιά (ενν. ημέρες) και ο καιρός ζέσταινε ) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. θερμαίνω, ζένω