ζερβώνω
(ρ.)
ζεβρώνω
[zeˈvrono]
Αξ.
Από το επιθ. ζερβός, όπου και τύπ. ζεβρός, και το παραγωγ. επίθμ. -%iώνω.
1. Στραβώνω κάτι
Συνών.
στραβώνω :1
2. Κάνω κακές σκέψεις