ζένημα
(ουσ.)
ζένημα
[zenima]
Ουλαγ.
Από το ρ. ζένω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ζέσταμα
:
Ντο χειμό γκιοβντεγιού ντο ζένημα ζόρια νίσκεται
(Τον χείμωνα το ζέσταμα του σώματος δύσκολα γίνεται)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
ζέσιμο