ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζένημα (ουσ.) ζένημα [zenima] Ουλαγ. Από το ρ. ζένω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ζέσταμα : Ντο χειμό γκιοβντεγιού ντο ζένημα ζόρια νίσκεται (Τον χείμωνα το ζέσταμα του σώματος δύσκολα γίνεται) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. ζέσιμο