εψές
(επίρρ.)
εψές
[eˈpses]
Ανακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
εψέ
[eˈpse]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
ιψές
[iˈpses]
Σίλ.
'ψές
[pses]
Σεμέντρ., Σίλ.
'ψά
[psa]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίρρ. ἐψές, το οπ. από το αρχ. επιρρ. ὀψέ = αργά το βράδυ αναλογ. προς το συνών. επίρρ. χθες.
Χθες (το βράδυ)
ό.π.τ.
:
Εψές σπίτ' μας ήρτεν σαράφος με το ναίκα τ μισαφίρ
(Χθες σπίτι μας ήρθε ο αργυραμοιβός με την γυναίκα του ως φιλοξενούμενοι)
Φλογ.
-Dawk.
Εψές ρόντ’σι
(Χθες έρριξε βροντές)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
'ψες ήμιστι ούλοι μας, εϊλέντζειναμ’
(Χθες ήμασταν όλοι μας, γλεντούσαμε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Να, εψέ πήαμ', μούχουσαμ' δου μπαdζανάχου μ'
(Να, χτες πήγαμε, κηδέψαμε τον μπατζανάκη μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ε, μάνα, λέ', άνdρα μ' εψέ, λέ', γένν'σι ένα οβγό, λέ', σου στρώσ' μέσα
(Ε, μάνα λέει, ο άντρας μου χτες το βράδυ, λέει, γέννησε ένα αβγό, λέει, μέσα στα στρωσίδια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Εψέ πού ήτοσαι;
(Εχθές πού ήσουν;)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Σο χωρίο μας ήρτα 'ψά κρυφά
(Στο χωριό μας ήρθα εψές κρυφά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Ασμ.
Μάνα, εψές σ’ όραμά μου, μάνα, σην αμαρτιά μου
μάνα, σ’ απέσω σα σπίτια μας, μάνα, σ’ απέξω σην αυλή μας
σα κελλάρια μας ώριο δένδρο γυρίσκη, το κλώνι του σκορπίσθαν (Μάνα, χτες στο όνειρό μου, μάνα στην φαντασία μου
μάνα μέσα στα σπίτια μας, έξω στην αυλή μας
όμορφο δέντρο λύγισε, τα κλώνια του σκορπίστηκαν) Τελμ. -Lag. Συνών. χτεσινός, χτες
μάνα, σ’ απέσω σα σπίτια μας, μάνα, σ’ απέξω σην αυλή μας
σα κελλάρια μας ώριο δένδρο γυρίσκη, το κλώνι του σκορπίσθαν (Μάνα, χτες στο όνειρό μου, μάνα στην φαντασία μου
μάνα μέσα στα σπίτια μας, έξω στην αυλή μας
όμορφο δέντρο λύγισε, τα κλώνια του σκορπίστηκαν) Τελμ. -Lag. Συνών. χτεσινός, χτες