πουστρούκι
(ουσ. ουδ.)
π͑ουστρούκ'
[pʰuˈstruk]
Ανακ., Σινασσ.
πιστρούκο
[piˈstruko]
Φάρασ.
Θηλ.
πιστρούκα
[piˈstruka]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. pusturuk köfte = είδος κεφτέδων με πολύ ψωμί και λίγο κρέας.Πβ. το ποντιακό φούστορον, φούστρον = σφουγγάτο. Η ποντ. λ. από το μεσν. ουσ. πληθ. φύστα , τα = άλευρα ανακατωμένα με μέλι, με ανάπυξη [r] αναλογ. προς τα ουσ. σε -στρα (Τζιτζιλής 1995: 93), το οπ. από το αρχ. επίθ. φυστή (μᾶζα) ‘είδος ελαφριάς ζύμης’ (βλ. και Τομπαΐδης 1996: 44-45).
Φαγητό από σβώλους αλευριού βρασμένους και ζεματισμένους με λάδι ή λίπος
ό.π.τ.
:
Έψα τσαγό πουστρούκ, πεινασμένος κανείς και τον καλακαινισμένο δεν μπορεί να τον ποίκ'
(Μαγείρεψα λίγο πουστρούκι, πεινασμένος δεν μπορεί κανείς να κάνει ούτε τον άρρωστο)
Σινασσ.
-Λεύκωμα