πουσκούλι
(ουσ. ουδ.)
πιουσκιούλ
[pçuˈscul]
Μισθ.
πουσκούλ'
[puˈskul]
Μισθ., Σινασσ.
πουσκούλι
[puˈskuli]
Σίλ., Φάρασ.
πισκούλ'
[piˈskul]
Φλογ.
π͑ουσκούλ-λι
[pʰuˈskulli]
Φάρασ.
π͑ουσκούλι
[pʰuˈskuli]
Αφσάρ.
πϋσγκϋλΰ
[pyzgy'ly]
Τελμ.
Aπό το τουρκ. ουσ. püskül = α) φούντα β) κρόσσι γ) λοφίο. Πβ. ήδη νεότ. τύπ. πεσκούλι.
Φούντα, π.χ. σε φέσι ή ζωνάρι
ό.π.τ.
:
Το πουσκούλ' ομbρό του 'ναι
(H φούντα, ενν. του φεσιού, είναι πεσμένη μπροστά του, δηλ. είναι πολύ στεναχωρημένος)
Σινασσ.
-Βλασ.
Το ταζό το ράμμα μο τα πουσκούλε
(Το καινούργιο σχοινί με τις φούντες)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το νερό ασ' σο πϋσγκϋλΰ σο τυρπί σϋζΰλ'σεν
(Το νερό από τον θύσανο σταμάτησε στην τρύπα)
Τελμ.
-Dawk.