κένια
(επίρρ.)
κένια
[ˈceɲa]
Αξ.
Πιθ. από το επίθ. κεν.
Κόντρα, αντίθετα
:
Εσ̑ύ ’ντάμα πολύ κένια παίνεις
(Εσύ πολύ μου πηγαίνεις κόντρα)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
αγνέντα :2
Τροποποιήθηκε: 10/11/2025