κεμεντζετσής
(ουσ. αρσ.)
κ͑εμεντσ̑ετσ̑ής
[kʰemenˈtʃeˈtʃis]
Φάρασ.
κ͑α̈μα̈ντσ̑α̈́τσ̑ής
[kʰæmæntʃæˈtʃis]
Αφσάρ.
κεμεντζεdζής
[cemendzeˈdzis]
Φκόσ.
Aπό το τουρκ. ουσ. kemençeci.
Λυράρης
ό.π.τ.