άραϊ
(επίρρ.)
άραϊ
[ˈarai]
Μισθ.
Επίρρ. από το τουρκ. ρ. aramak = αναζητώ. Η εμφατ. επανάληψη από τουρκ. σύνταξη. Πβ. και τουρκ. επίρρ. arayarak = ψάχνοντας.
Επαναλαμβανόμενο, ψάχνοντας, με ψάξιμο
Μισθ.
:
Ήβραν ντώκαν ντου σα χέρια σ' γιοχσά άραϊ άραϊ ηύρις του;
(Την βρήκαν και σου την έδωσαν στα χέρια σου ή ψάξε ψάξε την βρήκες;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.