ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άραϊ (επίρρ.) άραϊ [ˈarai] Μισθ. Επίρρ. από το τουρκ. ρ. aramak = αναζητώ. Η εμφατ. επανάληψη από τουρκ. σύνταξη. Πβ. και τουρκ. επίρρ. arayarak = ψάχνοντας.
Επαναλαμβανόμενο, ψάχνοντας, με ψάξιμο Μισθ. : Ήβραν ντώκαν ντου σα χέρια σ' γιοχσά άραϊ άραϊ ηύρις του; (Την βρήκαν και σου την έδωσαν στα χέρια σου ή ψάξε ψάξε την βρήκες;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.