ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αραλαντίζω (ρ.) αραλανdίζω [aranˈdizo] Μαλακ. αραλανdίζου [aralanˈdizu] Μισθ. αραλατίζω [aralaˈtizo] Σινασσ. αραλαντώ [aralaˈdo] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. aralanmak = παθ. φων. του aralamak, απομακρύνομαι.
Βγαίνω από την μέση, φεύγω από κάπου όπου ενοχλώ ό.π.τ. : To σκολειό καλό ήτονε και αραλάτιζαν απομbρό μ' (Το σχολείο ήταν μιά καλή λύση, και φεύγανε από μπροστά μου, ενν. τα εγγόνια μου) Σινασσ. -Τακαδόπ. Φύι, αραλάνdα! (Φύγε, ξεκουμπίσου, αραίωνε!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Το γιορόν' δεν αραλάν'σεν ασ' σο παλάτ' (Ο γέρος δεν έφυγε από το παλάτι όταν τον έδιωχναν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Μόλις φέιξαν εκείνα, σι λέει «Αραλάνdιζαν λίου απαπάνου μας» (Μόλις έφευγαν εκείνοι, λέγαμε ξεκουμπίστηκαν λίγο από πάνω μας) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ