αραλαντίζω
(ρ.)
αραλανdίζω
[aranˈdizo]
Μαλακ.
αραλανdίζου
[aralanˈdizu]
Μισθ.
αραλατίζω
[aralaˈtizo]
Σινασσ.
αραλαντώ
[aralaˈdo]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. aralanmak = παθ. φων. του aralamak, απομακρύνομαι.
Βγαίνω από την μέση, φεύγω από κάπου όπου ενοχλώ
ό.π.τ.
:
To σκολειό καλό ήτονε και αραλάτιζαν απομbρό μ'
(Το σχολείο ήταν μιά καλή λύση, και φεύγανε από μπροστά μου, ενν. τα εγγόνια μου)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Φύι, αραλάνdα!
(Φύγε, ξεκουμπίσου, αραίωνε!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Το γιορόν' δεν αραλάν'σεν ασ' σο παλάτ'
(Ο γέρος δεν έφυγε από το παλάτι όταν τον έδιωχναν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Μόλις φέιξαν εκείνα, σι λέει «Αραλάνdιζαν λίου απαπάνου μας»
(Μόλις έφευγαν εκείνοι, λέγαμε ξεκουμπίστηκαν λίγο από πάνω μας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ