σώστου
(σύνδ.)
ωστού
[oˈstu]
Σινασσ.
σώστου
[ˈsostu]
Σατ., Φάρασ.
σωστού
[soˈstu]
Αφσάρ., Φάρασ.
Από τον μεσν. σύνδ. ὡσότου με αποβολή του αρκτ. άτονου [o] και προσθήκη του [s] αναλογ. προς το σως. Το ωσότου από το μεταγν. ἕως ὅτου.
Ώσπου
ό.π.τ.
:
Είπεν ντι κι η ναίκα "Ε, υγιό μου, 'α υπάς τζ̑αι σύ», σώστου να σκοτώσει τον υγιό ντου
(Είπε κι η γυναίκα: «Ε γιε μου, θα φύγεις κι εσύ», ώσπου (να πάει μαζί της) και να σκοτώσει τον γιο της)
Φάρασ.
-Dawk.
Σωστού ν'τα είδα, 'φήτσ̑ιν πήνι
(Ώσπου να τον δω, έφυγε και πήγε)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Κάτσε ατσ̑εί σώστου να βραδύνει
(κάτσε εκεί μέχρι που να νυχτώσει)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Ο φρόνιμος σώστου να νανοστεί, ο δομένος κρού' τσ̑αι δεβαίνει
(Ο φρόνιμος ώσπου να σκεφτεί, ο τρελός χτυπά και περνά˙ Για τους σχολαστικούς, που ψειρίζουν τα πράγματα, χάνοντας πολύτιμο χρόνο, με αποτέλεσμα να χάνουν από άλλους που δεν σκέφτονται τόσο πολύ)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
‘κόμ’ ο δίεβος μακρυναίνει το ράμμαν ντου, σωστού ν’dα φέρει σην όχτην μπάνου· σαμ’ 'άν'dα φέρει σην όχτην μπάνου, ’α κόψει το ράμμα ‘πό μακρά, ’α πέσει ση λίμbλη
(Και ο διάβολος μακραίνει το σκοινί του, ώσπου να το φέρει στην όχθη επάνω· όταν το φέρει στην όχθη απάνω, θα κόψει το σκοινί από μακριά, (και ο άνθρωπος) θα πέσει στη λίμνη˙ Ο διάβολος στήνει παγίδες και τιμωρεί κάποια στιγμή τους άδικους ανθρώπους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Ωστού να σώσ' τον λόγο του, να σώσ' την συντυχιά του
απ' τα μαλλιά τον έπιασε στα μάρμαρα τον βάζει (Μέχρι να τελειώσει τις κουβέντες του
τον έπαισε απ' τα μαλλιά, στον τάφο τον βάζει) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. ώσπου, όταν
απ' τα μαλλιά τον έπιασε στα μάρμαρα τον βάζει (Μέχρι να τελειώσει τις κουβέντες του
τον έπαισε απ' τα μαλλιά, στον τάφο τον βάζει) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. ώσπου, όταν
Συνών.
ώσπου