ξερασάδα
(ουσ. θηλ.)
ξερασ̑άδα
[kseraˈʃaða]
Φλογ.
Aπό το ουσ. ξερασιά και το παραγωγ. επίθμ. -άδα.
Τροποποιήθηκε: 23/12/2024