ξερά
(ουσ. θηλ.)
ξερά
[kseˈra]
Φερτάκ.
Από το αρχ. ουσ. ξηρά, ουσιαστικοπ. του επιθ. ξηρός. Ο τύπ. ξερά ήδη μεταγν.
Ξηρά
:
|| Ασμ.
Αν πάγω ασ' την ξερά, φοβούμαι μη συφθάσω
(Αν πάω από την ξηρά, φοβάμαι μη δεν προφτάσω)
Φερτάκ.
-Αλεκτ.