ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιξκλεντώ (ρ.) γιξκλεdώ [ʝiksleˈdo] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. yükselmek = α) υψώνομαι β) αυξάνομαι γ) ανελίσσομαι δ) αναρριχώμαι.
Ψηλώνω : Για να γιξκλεdήσ' κονταίνει (Αντί να ψηλώσει κονταίνει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. ψηλώνω :2, Αντίθ κονταίνω, κοντεύω :1
Τροποποιήθηκε: 02/04/2025