γιξκλεντώ
(ρ.)
γιξκλεdώ
[ʝiksleˈdo]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. yükselmek = α) υψώνομαι β) αυξάνομαι γ) ανελίσσομαι δ) αναρριχώμαι.
Ψηλώνω
:
Για να γιξκλεdήσ' κονταίνει
(Αντί να ψηλώσει κονταίνει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
ψηλώνω :2, Αντίθ
κονταίνω, κοντεύω :1
Τροποποιήθηκε: 02/04/2025