γιξκλεντώ
(ρ.)
γιξκλεdώ
[ʝiksleˈdo]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. yükselmek = α) υψώνομαι β) αυξάνομαι γ) ανελίσσομαι δ) αναρριχώμαι.