μούτζερετ
(επίρρ.)
μούτζερετ
[ˈmudzeret]
Αξ.
Από το τουρκ. επίθ. mücerret = α) αφηρημένος β) μόνος γ) άγαμος δ) (ως επίρρ.) απλώς.
Δίχως άλλο