μουχακκάκ
(επίρρ.)
μουχακκάκ
[muxaˈkak]
Αξ.
Από το τουρκ. επιρρ. muhakkak = α) οπωσδήποτε, βεβαίως β) ως επίθ., βέβαιος, αποδεδειγμένος.
Εξάπαντος, αναμφίβολα, σίγουρα
:
Χειμός καιρός, έκεί μουχακ-κάκ πεχιανίσ̑κ'
(Χειμώνας καιρός, εκεί σίγουρα θα πεθάνει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
μούτλακα