ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουχακκάκ (επίρρ.) μουχακ-κάκ [muxakˈkak] Αξ. Από το τουρκ. επιρρ. muhakkak = α) οπωσδήποτε, βεβαίως β) ως επίθ., βέβαιος, αποδεδειγμένος.
Εξάπαντος, αναμφίβολα, σίγουρα : Χειμός καιρός, εκεί μουχακ-κάκ πεχιανίσ̑κ' (Χειμώνας καιρός, εκεί σίγουρα θα πεθάνει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. μούτλακα
Τροποποιήθηκε: 10/06/2025