τσυμουδώ
(ρ.)
τσυμουδώ
[tsiˈmuðo]
Σινασσ.
τζυμουδιέμαι
[tsimuˈðʝeme]
Σινασσ.
Από το μεσν. ρ. συρομαδῶ, το οπ. από τα ρ. σύρω και μαδῶ (Λεξ. Κριαράς).Πβ. ν.ε. τσουρομαδώ.
Μαδώ τρίχες ή φτερά, τσουρομαδώ
Τροποποιήθηκε: 19/08/2025