ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τυλιγάδι (ουσ. ουδ.) τυλιγάτιον [tiliˈɣation] Σινασσ. τυλιγάδι [tiliˈɣaði] Ανακ., Σινασσ. τυλιγάδ’ [tiliˈɣað] Σινασσ. τσ̑υλιγάρ' [tʃiliˈɣar] Αραβαν. Πληθ. τυλιγάδια [tiliˈɣaðʝa] Ανακ. Νεότ. ουσ. τυλιγάδιον, πβ. Διγ. Ἄνδρ. 1.135. 24 «βάστα εἰς τὰ χέρια του φωτία, δοξάριον καὶ σαγίτταν καὶ καλαμάριον καὶ χαρτὶν καὶ ἕνα μέγα τυλιγάδιον», το οπ. από το θ. τυλιγ- του ρ. τυλίσσω με παραγωγ. επίθμ. -άδι.
1. Τουλούπα μαλλιού για γνέσιμο Ανακ., Αραβαν.
2. Λεπτό λευκό ύφασμα το οπ. φορούσαν οι νεόνυμφες ή οι αρραβωνιασμένες στο κεφάλι αφού αφαιρούσαν την καλύπτρα Σινασσ.