ζενγκερλίκι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
ζ̑ενgερλούδια
[ʒenɟerˈluðʝa]
Τροχ.
Πιθ. σχετίζεται με το τουρκ. ουσ. ziyankârlık = α) σπατάλη β) καταστροφικότητα.
Αταξίες, απατεωνιές
:
Τούτα σ̑άνισ̑καν ζ̑ενgερλούδια
(Αυτοί έκαναν απατεωνιές)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
δεβοσύνη
Τροποποιήθηκε: 14/09/2025