ονσετίνα
(αντων.)
ονσέτινα
[onˈsetina]
Φάρασ.
Από τον τύπ. αιτ. όντινα της αντων. όστις, με επίδρ. της πρόθ. εις, όπου και τύπ. σ'.
Σε οποιονδήποτε
:
|| Παροιμ.
Ονσέτινα 'α 'νοίξεις γουί, 'α 'νοίξουν τσ̑αι το σον
(Σε όποιον θα ανοίξεις λάκκο, θα ανοίξουν και το δικό σου˙ Αυτός που ανοίγει τον λάκκο του άλλου, θα τιμωρηθεί με τον ίδιο τρόπο από άλλους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.