ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ονσετίνα (αντων.) ονσέτινα [onˈsetina] Φάρασ. Από τον τύπ. αιτ. όντινα της αντων. όστις, με επίδρ. της πρόθ. εις, όπου και τύπ. σ'.
Σε οποιονδήποτε : || Παροιμ. Ονσέτινα 'α 'νοίξεις γουί, 'α 'νοίξουν τσ̑αι το σον (Σε όποιον θα ανοίξεις λάκκο, θα ανοίξουν και το δικό σου˙ Αυτός που ανοίγει τον λάκκο του άλλου, θα τιμωρηθεί με τον ίδιο τρόπο από άλλους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.