ον
(σύνδ.)
ον
[on]
Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ.
ομ
[om]
Ουλαγ.
ο
[o]
Ουλαγ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. συνδέεται με το ποντ. άμον, όπου και τύπ. όμον, το οπ. διαθέτει ακριβώς τις ίδιες σημ. (Παπαδόπουλος 1958, λ. ἁμα, ΙΛΝΕ λ. αμα). Σημειωτέον ότι ο συνδ. αυτός δεν απαντά στην Καππαδοκία και τα Φάρασα, εκτός από μία, πιθ. εσφαλμένη, μαρτυρία του P. Lagarde (Aναστασιάδης 1976: 135). Ο τύπ. ομ με αφομ. [n] > [m] πριν από [p]. Ο τύπ. ο ως αποτέλεσμα περαιτέρω γραμματικοποίησης.
1. Σαν, όπως
:
Ον εσέ ντέ 'ναι
(σαν και εσένα δεν υπάρχει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ετό το παιρί ον το παρήγγειλαν έπ'κεν το
(Αυτό το παιδί όπως το συμβούλεψαν έκανε)
Αραβαν.
-Φωστ.
Εκού έν’ ένα γιόρο ον εμέ
(Εκεί είναι ένας γέρος σαν εμένα)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283
|| Φρ.
Το καργιά μ' 'ον το περεστέρ' πετάν'
(Η καρδιά μου σαν το περιστέρι πετάει˙ Έχω ταχυπαλμία)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
σαν
2. Όταν, ενώ
:
Ον γεννήεις
(όταν γεννήσεις)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ογώ ομ πάω σόγνα
(Εγώ αφού πάω κι έπειτα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
ον πήγα
(όταν πήγα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ον είστε ιδρωμένα, μη πίνιτ' παγωμένο νερό
(Ενώ είστε ιδρωμένοι, μην πίνετε κρύο νερό)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Συνών.
όπου, τσάπου, ως