ντερίνια
(επίρρ.)
ντερίνια
[deˈriɲa]
Μισθ.
τερίνια
[te]
Φλογ.
ντα̈ρίνια
[dæˈriɲa]
Μισθ.
Από το επίθ. ντερίν και το παραγωγ. επίθμ. -α.
1. Βαθιά
ό.π.τ.
:
Τερίνια τα λάμνουμε
(Τα οργώνουμε βαθιά, ενν. τα χωράφια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Γιάρντα ντα̈ρίνια ντα ντεμέλια άλλα λί'ου
(Σκάψε βαθιά τα θεμέλια άλλο λίγο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Μτφ., διεισδυτικά, εις βάθος
Μισθ.
:
Ρανώ ντα̈ρίνια
(βλέπω βαθιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.