ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντερίνια (επίρρ.) ντερίνια [deˈriɲa] Μισθ. τερίνια [te] Φλογ. ντα̈ρίνια [dæˈriɲa] Μισθ. Από το επίθ. ντερίν και το παραγωγ. επίθμ..
1. Βαθιά ό.π.τ. : Τερίνια τα λάμνουμε (Τα οργώνουμε βαθιά, ενν. τα χωράφια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Γιάρντα ντα̈ρίνια ντα ντεμέλια άλλα λί'ου (Σκάψε βαθιά τα θεμέλια άλλο λίγο) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Μτφ., διεισδυτικά, εις βάθος Μισθ. : Ρανώ ντα̈ρίνια (βλέπω βαθιά) Μισθ. -Κοτσαν.