νεφέρ
(ουσ. ουδ.)
νεφέρ
[neˈfer]
Αξ.
Από το νεότ. ουσ. νεφέρι (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 10.1.10 «ἦτον ἀπεσταλμένος εἰς Βλαχίαν διὰ φύλαξιν μὲ ἑκατὸν εἴκοσι νεφέρια»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. nefer = α) παλαιότ., άνθρωπος, άτομο β) απλός στρατιώτης.
Στρατιώτης
:
Βαβά τ’ ντάμα τ’ γιολ-λαdίζ’ ’να νεφέρ
(Ο πατέρας του στέλνει μαζί του έναν στρατιώτη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.