ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντερπεντέρης (επίθ.) ντερπεdέρ' [derpeˈder] Μαλακ. τερμπεdέρ' [terbeˈder] Αραβ. τερπετέρ’ [terpeˈter] Φάρασ. τερπετέρι [terpeˈteri] Φάρασ. τα̈ρπα̈τα̈́ρ’ς [tʰærpæˈtærs] Αφσάρ. τ͑α̈ρπα̈τα̈́ρι [tʰærpæˈtæri] Αφσάρ. Θηλ. τερπετέρ’τ͑σα [terpeˈtertʰsa] Φάρασ. tα̈ρπα̈τα̈́ρ’τ͑σα [tʰærpæˈtærtʰsa] Αφσάρ. Ουδ. τερπετέρι [terpeˈteri] Φάρασ. τ͑α̈ρπα̈τα̈́ρι [tʰærpæˈtæri] Αφσάρ. Πληθ. ντερπεdέρα [derpeˈdera] Μαλακ. Από το τουρκ. derbeder = απεριποίητος, όπου και τύπ. därbädär στα τουρκικά του Αζερμπαϊτζάν, Ουζμπεκιστάν.
1. Κακομοίρης, δυστυχής, φτωχός ό.π.τ. : Τ’ αλλουνού ντ’ του τερμπεντέρ ου βαβάς ντεν έχισ̑κεν νια (Του αλλουνού που ήταν φτωχός ο πατέρας δεν είχε λεφτά) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163
2. Τυχοδιώκτης Αφσάρ., Φάρασ.