ντερπεντέρης
(επίθ.)
ντερπεdέρ'
[derpeˈder]
Μαλακ.
τερμπεdέρ'
[terbeˈder]
Αραβ.
τερπετέρ’
[terpeˈter]
Φάρασ.
τερπετέρι
[terpeˈteri]
Φάρασ.
τα̈ρπα̈τα̈́ρ’ς
[tʰærpæˈtærs]
Αφσάρ.
τ͑α̈ρπα̈τα̈́ρι
[tʰærpæˈtæri]
Αφσάρ.
Θηλ.
τερπετέρ’τ͑σα
[terpeˈtertʰsa]
Φάρασ.
tα̈ρπα̈τα̈́ρ’τ͑σα
[tʰærpæˈtærtʰsa]
Αφσάρ.
Ουδ.
τερπετέρι
[terpeˈteri]
Φάρασ.
τ͑α̈ρπα̈τα̈́ρι
[tʰærpæˈtæri]
Αφσάρ.
Πληθ.
ντερπεdέρα
[derpeˈdera]
Μαλακ.
Από το τουρκ. derbeder = απεριποίητος, όπου και τύπ. därbädär στα τουρκικά του Αζερμπαϊτζάν, Ουζμπεκιστάν.
1. Κακομοίρης, δυστυχής, φτωχός
ό.π.τ.
:
Τ’ αλλουνού ντ’ του τερμπεντέρ ου βαβάς ντεν έχισ̑κεν νια
(Του αλλουνού που ήταν φτωχός ο πατέρας δεν είχε λεφτά)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
2. Τυχοδιώκτης
Αφσάρ., Φάρασ.