ντετσελού
(επίθ.)
ντα̈τσα̈λού
[dætsæˈlu]
Μισθ.
Από το ουσ. τετζέλι, όπου και τύπ. ντα̈τσάλ' και το παραγωγ. επίθμ. -λής.
Τυχερός
Μισθ.
:
Ντα̈τσα̈λού ινσάν'
(Τυχερός άνθρωπος)
Μισθ.
-Κοτσαν.