σεμσές
(ουσ. ουδ.)
σ̑εμσ̑ιές
[ʃemʃiˈes]
Φάρασ.
σ̑α̈μσ̑ια̈́ς
[ʃæmʃiˈæs]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. şemsiye =ομπρέλα.
Ομπρέλα
ό.π.τ.