τουρουλντίζω
(ρ.)
τουρουλντίζω
[turulˈdizo]
Φάρασ.
τουρουλτίζω
[turulˈtizo]
Μαλακ.
τουρουλτίζου
[turulˈtizu]
Φάρασ.
Εν. γ'
τουρουλτά
[turulˈta]
Φάρασ.
τουρουλντι-έω
[turuldiˈeo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. durulmak (< παλαιότ. τουρκ. tur-) = α) ξεθολώνω, γίνομαι καθαρός β) καταλαγιάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. turulmak (THADS, 10, λ. turulmak),
1. Κατασταλάζω
Μαλακ.
2. Ξεθολώνω
Φάρασ.