ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταβλί (ουσ. ουδ.) ταβλί [taʹvli] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ. Πληθ. ταβιλιά [taviʹʎa] Μαλακ., Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. tavlı = κατεργασμένος (< τουρκ. ρ. tavlamak = κατεργάζομαι υλικό υγραίνοντας ή θερμαίνοντάς το).
1. Λωρίδα κατεργασμένου δέρματος για την κατασκευή τσαρουχιών ό.π.τ. : Βγάλλισ̑καν ταβιλιά (Έκοβαν το κατεργασμένο δέρμα σε λωρίδες) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Περιποιημένος αγρός κοντά στην πόλη Μαλακ.