ντεπελεντίζω
(ρ.)
ντα̈π͑α̈λα̈νdίζου
[dæpʰælænˈdizu]
Μισθ.
τελεπενdίζου
[telepenˈdizu]
Φάρασ.
Αόρ.
ντα̈π͑α̈λάντ'σ̑α
[dæpʰæˈlantʃa]
Μισθ.
Προστ. Εν.
ντεπελάdα
[depeˈlada]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. debelenmek (< παλ. τουρκ. tep-) = α) σπαρταρώ β) αγωνίζομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. depelenmek, με παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. τελεπενdίζου με μετάθ. των συλλαβών , .
1. Σπαρταράω
Φάρασ.
2. Αγωνίζομαι, δυσκολεύομαι να πετύχω κάτι
Μισθ.