οξούλ
(ουσ. ουδ.)
οξούλ
[oksul]
Φλογ.
οξΰλ
[oʹksyl]
Φλογ.
Από το τουρκ. επίθ. öncül = α) μπροστάρης β) αυτός που αρχίζει πρώτος γ) διαλεκτ., σε παιχνίδι, η μάνα, όπου και διαλεκτ. τύπ. ökcül (με την σημ. β) και ökcülü (με την σημ. γ).
Είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες προσπαθούσαν με ξύλα να χτυπήσουν ένα κότσι, το οποίο φύλαγε ένας παίκτης που ονομαζόταν τσοπάνος
Φλογ.