ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσουβαλιάζω (ρ.) τσουβαλιάζου [tsuva'ʎazu] Μισθ. Από το ουσ. τσουβάλι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Σακιάζω Μισθ. : Τσιουβάλιαζαμ' ντου γιέλμα τσι χέκιξαμ' ντά τσ̑ουβάλια τὄνα 'ς τ' άλλ΄ απάν ’ς αμπαριώνα απέσ' (σακιάζαμε το σιτάρι και βάζαμε τα τσουβάλια το ένα πάνω στ' άλλο μέσα στο αμπάρι) Μισθ. -Κοτσαν.