τσουβάλιασμα
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ουβάλιασμα
[tʃuˈvaʎazma]
Μισθ.
Από το ρ. τσουβαλιάζω και παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τοποθέτηση πραγμάτων σε τσουβάλι
Μισθ.