ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Τρίτη (ουσ. θηλ.) Τρίτη [ˈtriti] Ανακ., Μισθ., Σατ. Τρίτ’ [trit] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Φλογ. Τρίτση [ˈtritsi] Σίλ. Από μεταγν. ουσ. Τρίτη, το οπ. από τον θηλ. τύπ. του αρχ. επιθ. τρίτος με παράλειψη του ουσ. ἡμέρα.
Η ημέρα Τρίτη ό.π.τ. : Τσιόουν Τρίτη εικουσ’ τέσσ’ρις Ιούνη (Ήταν Τρίτη, είκοσι τέσσερεις Ιουνίου) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σήμερα Τρίτη ΄νι νία; Νίεδι μπαζάρ (σήμερα είναι Τρίτη, ναι; Έχει λαϊκή) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.