μουχρά
(ουσ. ουδ.)
μϋχρά
[myˈxra]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. mühre = α) χάντρα, σφαιρίδιο β) κοχύλι γ) διαλεκτ., κακάδι πληγής.
Καλόγερος (δοθιήνας) κάτω από το δέρμα βοειδών