ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κακώνα (επίθ.) κακώνα [kaˈkona] Φάρασ. Από το ουσ. κάκι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Σκατένιος, σκατωμένος : || Φρ. Είσ' ανdί κ͑ακ͑ώνα ραβντί· τσ̑όπ 'α σε πιέσ', πουλασ̑τιέσ' (Είσαι σαν σκατωμένο ραβδί· από όπου κι αν σε πιάσουν λερώνεις˙ για ανήθικους ανθρώπους, η επαφή με τους οποίους διαφθείρει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Είσ' ανdί κακώνα 'ρνίθι, χεργερντέ 'νdαράζεσαι (Είσαι σαν την σκατωμένη κότα, ανακατώνεσαι παντού˙ γι' αυτούς που ανακατεύονται σε ξένες υποθέσεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.