κακώνα
(επίθ.)
κακώνα
[kaˈkona]
Φάρασ.
Από το ουσ. κάκι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Σκατένιος, σκατωμένος
:
|| Φρ.
Είσ' ανdί κ͑ακ͑ώνα ραβντί· τσ̑όπ 'α σε πιέσ', πουλασ̑τιέσ'
(Είσαι σαν σκατωμένο ραβδί· από όπου κι αν σε πιάσουν λερώνεις˙ για ανήθικους ανθρώπους, η επαφή με τους οποίους διαφθείρει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Είσ' ανdί κακώνα 'ρνίθι, χεργερντέ 'νdαράζεσαι
(Είσαι σαν την σκατωμένη κότα, ανακατώνεσαι παντού˙ γι' αυτούς που ανακατεύονται σε ξένες υποθέσεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.