πάντον
(σύνδ.)
πάνdon
[ˈpandon]
Αξ.
Από την αρχ. αντων. πᾶν και τον σύνδ. όταν, όπου και τύπ. 'τoν.
Όποτε
:
Πάνdov έρτω ηυρίσκω σε αστενάρ'
(Όποτε έρχομαι σε βρίσκω άρρωστο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
οπόταν :1, οποτανκιάν, όποτε