ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μασλιάμ (ουσ. ουδ.) μασ̑λιάμ [maʃˈʎam] Γούρδ. Από το τουρκ. ουσ. müshil = καθάρσιο.
Φάρμακο : Επήγε εκεί σο σπίτσ̑ι τ’, και εκεί ηύρε ένα σ̑ισ̑έ μασ̑λιάμ, γιαβλάτ'σ̑εν ντο σο γουργούι τ' και γιάρωσε (Πήγε εκεί στο σπίτι του, και εκεί βρήκε ένα μπουκάλι φάρμακο, το άλειψε στο λαιμό του και έγινε καλά) Γούρδ. -Dawk. Συνών. ιλάτσι, ντερμάνι :1