ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιζιλντώ (ρ.) ντϋζϋλντώ [dyzylˈdo] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. düzülmek = τακτοποιούμαι, οργανώνομαι.
Ετοιμάζομαι ή ετοιμάζω : «Nτϋζΰλντα, σάγîνî μ’, ντϋζΰλντα»· το σάγîν’ ντϋζΰλσε ένα πολλά γεμέκια («Ετοίμασε, πιάτο μου, ετοίμασε»· το πιάτο ετοίμασε πολλά φαγητά) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. χαζιρλαντίζω
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025