ντιζιλντώ
(ρ.)
ντϋζϋλντώ
[dyzylˈdo]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. düzülmek = τακτοποιούμαι, οργανώνομαι.
Ετοιμάζομαι ή ετοιμάζω
:
«Nτϋζΰλντα, σάγîνî μ’, ντϋζΰλντα»· το σάγîν’ ντϋζΰλσε ένα πολλά γεμέκια
(«Ετοίμασε, πιάτο μου, ετοίμασε»· το πιάτο ετοίμασε πολλά φαγητά)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
χαζιρλαντίζω
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025