πετζέ
(ουσ. ουδ.)
πεdζ̑έ
[pe'dʒe]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. pencere, όπου και διαλεκτ. τύπ. pece (βλ. Tietze 2018: λ. peçe l).
Πβ.
πέντζερε
Παράθυρο, άνοιγμα κτηρίου
Ουλαγ.
:
T’ άλλοτ' ντο μέρα αbλά τ' ντο ντο̈σ̑έγι τ' έσεκέν ντο ντο πενdζ̑έ απ'κάτω
(Την άλλη μέρα η γυναίκα έστρωσε το κρεβάτι του κάτω από την καταπακτή της οροφής)
Ουλαγ.
-Dawk.