ταϊντηρμητιού
(ουσ.)
ταϊdηρμητιού
[taidirmi'tiu]
Μισθ.
Από τη φρ. του Άι-Δημητρίου με λεξικοποίηση. Το ουσ. Δημήτρης με τροπή [ð] > [d] και μετάθ. του [r].
Αγιοδημητριάτικος
Μισθ.