σταντυομερή
(επίρρ.)
σταντυομερή
[stadʝomeˈri]
Αξ.
Από τη φρ. στα δύο μέρη, όπου και τύπ. ντυο, (βλ. λ. δύο)
Γύρω, γύρω
Αξ.
:
Ντρανούμ’ σταντυομερή
(κοιτάμε γύρω γύρω)
Αξ.
-Μαυροχ.