τεφτέρι
(ουσ.)
τ͑εφτέρι
[tʰeˈfteri]
Μισθ.
τεφτέρ'
[teˈfter]
Μαλακ., Μισθ.
τιαφτάρ'
[tçaˈftar]
Μισθ.
dιαφτάρ'
[dʝaˈftar]
Μισθ.
ντεφτέρι
[deˈfteri]
Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. τεφτέρι, το οπ. ως αντιδάν. από το τουρκ. ουσ. tefter, defter, το οπ. από το μεσν. διφθέριον, υποκορ. του αρχ. διφθέρα = γραφική ύλη, μέσω του αραβ. diftar = (άδετο) βιβλιο, τόμος, τεύχος, δεσμίδα φύλλων (Meyer 1893: 39).
1. Τετράδιο (λογαριασμών ή δανεισμένων ποσών), κατάστιχο, σημειωματάριο
ό.π.τ.
2. Βιβλίο δερμάτινο
Μισθ.
:
Απ' του τσ̑ουφάλ' ψάλι ντου τιαφτάρ'
(Διάβασε το βιβλίο από την αρχή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
3. Φυλλάδιο
Μισθ.