ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεφτέρι (ουσ.) τ͑εφτέρι [tʰeˈfteri] Μισθ. τεφτέρ' [teˈfter] Μαλακ., Μισθ. τιαφτάρ' [tçaˈftar] Μισθ. dιαφτάρ' [dʝaˈftar] Μισθ. ντεφτέρι [deˈfteri] Σινασσ. Από το νεότ. ουσ. τεφτέρι, το οπ. ως αντιδάν. από το τουρκ. ουσ. tefter, defter, το οπ. από το μεσν. διφθέριον, υποκορ. του αρχ. διφθέρα = γραφική ύλη, μέσω του αραβ. diftar = (άδετο) βιβλιο, τόμος, τεύχος, δεσμίδα φύλλων (Meyer 1893: 39).
1. Τετράδιο (λογαριασμών ή δανεισμένων ποσών), κατάστιχο, σημειωματάριο ό.π.τ.
2. Βιβλίο δερμάτινο Μισθ. : Απ' του τσ̑ουφάλ' ψάλι ντου τιαφτάρ' (Διάβασε το βιβλίο από την αρχή) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Φυλλάδιο Μισθ.