ξαφνίζω
(ρ.)
ξαφνίζουμι
[ksafˈnizumi]
Μαλακ.
Μεσν. ρ. ξαφνίζω, το οπ. από μεσν. ρ. ἐξαφνίζω (< αρχ. επίρρ. ἐξαίφνης και παραγωγ. επίθμ. -ίζω). Η σημ. ‘έχω πόνο στη μέση' σε πολλά νεοελλ. ιδιώμ.
Παθαίνω οσφυαλγία