νιγιετλεντίζω
(ρ.)
νιγιετ͑λεdίζω
[niʝetʰleˈdizo]
Φάρασ.
νιετ͑λεdίζω
[nietʰleˈdizo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. niyetlenmek = προτίθεμαι.
Σκοπεύω, προτίθεμαι
ό.π.τ.