νιγιέτι
(ουσ. ουδ.)
νιγιέτι
[niˈʝeti]
Φάρασ.
νιγιέτ
[niˈʝet]
Φλογ.
νι-έτι
[niˈeti]
Φάρασ.
νι-έdι
[niˈedi]
Ουλαγ.
νιγιέτσ̑ι
[niʹʝetʃi]
Σίλ.
νι-έτ'
[niˈet]
Ουλαγ.
νι-έσ̑'
[niˈeʃ]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. niyet = πρόθεση.
1. Ιδέα, γνώμη
ό.π.τ.
:
Έπ'κα νι-έσ̑' να το μπöγιϋττίζω
(Αποφάσισα (το μοσχάρι) να το μεγαλώσω)
Αραβαν.
-Φωστ.
|| Φρ.
Ντo νι-έdι σ' τι έεις;
(Στην ιδέα σου τι έχεις;˙ Τι σκέφτεσαι;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
2. Σκοπός, σχέδιο
Φάρασ.
:
Ο Θεός να ποίτσ̑ει το νι-έτι σου γαπούλι
(Ο Θεός να πραγματοποιήσει τα σχέδιά σου· ευχή)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ένα μέρα ναίκα νιγιέτ' qουρτού να το σκοτώσ̑’
(Μια μέρα η γυναίκα έστησε την πρόθεση, δηλ. σχεδίασε να τον σκοτώσει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Βαβάς σου ρεν έσ̑ει καλό νιγέτσ̑ι, σε μας ποίσ̑ει ένα κουτουλΰγι
(Ο πατέρας σου δεν έχει καλό σκοπό, θα μας κάνει κακό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5